- ἀντοφείλω
- ἀντοφείλω,A owe a good turn, to be indebted, Th.2.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντοφείλω — ἀντοφείλω (Α) χρωστώ χάρη ή ευεργεσία («ὁ δ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.) … Dictionary of Greek
ἀντοφείλων — ἀντοφείλω owe a good turn pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)